ανιστορησία

ανιστορησία
η (Α ἀνιστορησία) [ανιστόρητος]
άγνοια της ιστορίας, έλλειψη ιστορικής παιδείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανιστορικότητα — η 1. ανιστορησία* 2. έλλειψη ιστορικής σπουδαιότητας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”